τραβερσάρω

τραβερσάρω
Ν
ναυτ.
(ιδιωμ. τ.) κάνω τραβερσάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversare «διέρχομαι, διαπλέω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντιβάλλω — (AM ἀντιβάλλω) 1. βάλλω εναντίον αυτού που βάλλει εναντίον μου, ανταποδίδω τη βολή 2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα 3. αναφέρω, μνημονεύω νεοελλ. τραβώ ένα πανί από τη σκότα προς την προσήνεμη πλευρά του πλοίου, τραβερσάρω αρχ. μσν …   Dictionary of Greek

  • αντιμένω — (για πλοίο) ελαττώνω ταχύτητα και αλλάζω πορεία, τραβερσάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”